- περιάλγημα
- περιάλγ-ημα, ατος, τό,A severe pain, Aët.16.119(109).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περιάλγημα — τὸ, Α [περιαλγώ] δυνατός πόνος … Dictionary of Greek
περιαλγήματος — περιάλγημα severe pain neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)